- ταυροπάρθενος
- ἡ, Α1. προσωνυμία τής κόρης τού Αγήνορος, τής Ευρώπης, επειδή τήν άρπαξε ο Ζευς παίρνοντας τη μορφή ταύρου2. προσωνυμία τής Ιούς επειδή μεταμορφώθηκε σε ταύρο από την Ήρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + παρθένος].
Dictionary of Greek. 2013.