ταυροπάρθενος

ταυροπάρθενος
ἡ, Α
1. προσωνυμία τής κόρης τού Αγήνορος, τής Ευρώπης, επειδή τήν άρπαξε ο Ζευς παίρνοντας τη μορφή ταύρου
2. προσωνυμία τής Ιούς επειδή μεταμορφώθηκε σε ταύρο από την Ήρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + παρθένος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ταυροπάρθενον — ταυροπάρθενος bull maiden fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρθένος — (Αστρον.). Αστερισμός του ζωδιακού κύκλου, στον οποίο ο Ήλιος παραμένει από τις 24 Αυγούστου μέχρι τις 22 Σεπτεμβρίου, ενώ ακόμα βρίσκεται στο ζώδιο του Ζυγού. Ο αστερισμός της Π. επεκτείνεται και προς τις δύο πλευρές του ουράνιου ισημερινού. Στο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”